Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

ναυαγιο


...και ύστερα μόνη κάθισα

στο μονοπάτι εκείνο

που μου μαρτύρησε στιγμές

και που μου είπε λέξεις

Κι ύστερα αναρωτήθηκα

πως ξεκίνησαν όλα

πως άπλωσα το χέρι μου

πρόσφερα την καρδιά μου

μα μόνη πιότερο από πριν

έμεινε η αγκαλιά μου

Και κοίταξα ολόγυρα

της θάλασσας το χρωμα

και πάλι αναρωτήθηκα:

πόσα ναυάγια ακομα;

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2009

ερως κ τρελα


Μια μέρα συγκεντρώθηκαν σε κάποιο μέρος της γης όλα τα συναισθήματα και
όλες οι αξίες του ανθρώπου. Η Τρέλα αφού συστήθηκε 3 φορές στην Ανία της
πρότεινε να παίξουν κρυφτό. Το Ενδιαφέρον σήκωσε το φρύδι και περίμενε
να ακούσει ενώ η Περιέργεια χωρίς να μπορεί να κρατηθεί ρώτησε:
'Τι είναι το κρυφτό;'
Ο Ενθουσιασμός άρχισε να χορεύει παρέα με την Ευφορία και η Χαρά άρχισε
να πηδάει πάνω κάτω για να καταφέρει να πείσει το Δίλημμα και την
Απάθεια -την οποία δεν την ενδιέφερε ποτέ τίποτα- να παίξουν κι αυτοί.
Αλλά υπήρχαν πολλοί που δεν ήθελαν να παίξουν:
Η Αλήθεια δεν ήθελε να παίξει γιατί ήξερε ότι ούτως ή άλλως κάποια
στιγμή θα την αποκάλυπταν, η Υπεροψία έβρισκε το παιχνίδι χαζό και η
Δειλία δεν ήθελε να ρισκάρει.

'Ένα, δύο, τρία, άρχισε να μετράει η Τρέλα.

Η πρώτη που κρύφτηκε ήταν η Τεμπελιά. Μιας και βαριόταν κρύφτηκε στον
πρώτο βράχο που συνάντησε. Η Πίστη πέταξε στους ουρανούς και η Ζήλια
κρύφτηκε στην σκιά του Θριάμβου ο
oποίος με την δύναμη του κατάφερε να
σκαρφαλώσει στο πιο ψηλό δέντρο.
Η Γενναιοδωρία δεν μπορούσε να κρυφτεί γιατί κάθε μέρος που έβρισκε της
φαινόταν υπέροχο μέρος για να κρυφτεί κάποιος άλλος φίλος της οπότε την
άφηνε ελεύθερη. Και έτσι η Γενναιοδωρία κρύφτηκε σε μια ηλιαχτίδα. Ο
Εγωισμός αντιθέτως βρήκε αμέσως κρυψώνα ένα καλά κρυμμένο και βολικό
μέρος μόνο για αυτόν. Το Ψέμα πήγε και κρύφτηκε στον πάτο του ωκεανού.
Το Πάθος και ο Πόθος κρύφτηκαν μέσα σε ένα ηφαίστειο. Ο Έρωτας δεν είχε
βρει ακόμη κάπου να κρυφτεί. Έβρισκε όλες τις κρυψώνες πιασμένες, ώσπου
βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και κρύφτηκε εκεί. ....1000, μέτρησε η
Τρέλα και άρχισε να ψάχνει.

Την πρώτη που βρήκε ήταν η Τεμπελιά αφού δεν είχε κρυφτεί και πολύ
μακριά. Μετά βρήκε την Πίστη που μίλαγε στον ουρανό με τον Θεό για
θεολογία. Ένι ωσε τον 'ρυθμό του Πόθου και του Πάθους στο βάθος του
ηφαιστείου και αφού βρήκε την Ζήλια δεν ήταν καθόλου δύσκολο να βρει και
τον Θρίαμβο. Βρήκε πολύ εύκολα το Δίλημμα που δεν είχε ακόμη αποφασίσει
που να κρυφτεί.

Σιγά-σιγά τους βρήκε όλους εκτός από τον Έρωτα. Η Τρέλα έψαχνε παντού,
πίσω από κάθε δένδρο, κάτω από κάθε πέτρα, σε κάθε κορφή βουνού, μα
τίποτα. Όταν ήταν σχεδόν έτοιμη να τα παρατήσει βρήκε ένα θάμνο από
τριαντάφυλλα και άρχισε να τον κουνάει νευρικά ώσπου άκουσε ένα βογκητό
πόνου. Ήταν ο Έρωτας που τα αγκάθια από τα τριαντάφυλλα του είχαν
πληγώσει τα μάτια.

Η Τρέλα δεν ήξερε πως να επανορθώσει, έκλαιγε, ζήταγε συγνώμη και στο
τέλος υποσχέθηκε να γίνει ο οδηγός του Έρωτα. Κι έτσι από τότε ο Έρωτας
είναι πάντα τυφλός και η Τρέλα πάντα τον συνοδεύει...

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2009

κλεμμενες στιγμες



ζωές που διασταυρώνονται
για λίγο
μάτια που σμίγουν
για στιγμές πολύτιμες
αναγνωρίζουν
αναγνωρίζονται
και κοινωνουν
κοινές ανάσες
λίγο να ξαποστάσουν
στη ζεστασιά
στη γλύκα των φιλιων
που τόσα βράδια ονειρεύτηκαν
λίγο να κλέψουν από τ όνειρο
που σιωπηλά μοιράστηκαν
τις ώρες της σιωπής
χνάρια αφήνουν
όταν το δρόμο τους
και πάλι ακολουθούν
χνάρια στιγμές
χνάρια πληγές
δώρα αγάπης
με πόθο στολισμενα
για κείνο τ άγγιγμα
που πάντα θα ναι λίγο

Κυριακή 7 Ιουνίου 2009

..και το χρυσαφι των κορμιων τους

Ήρθε μια ξένη στα μέρη μας και μας χάρισε το φεγγάρι που γυρόφερνε χρόνια τις πόρτες κ τις στέγες μας.
Έδωσε τον ήχο στα αυτιά μας κ ακούσαμε τα σκυλιά να αλυχτούν κ να να τεντώνουν στο σκοτάδι της νύχτας ως την άκρη της γης, τους ανέμους να δέρνονται με το δάσος, τα κύματα να γελούν ξεκαρδισμένα κ να κυλιούνται στους βράχους σαν ερωτευμένα κορίτσια.
Γλύκανε η φτώχεια μας από τον πλούτο της Λίμνης μας. Βούταγε τα δάχτυλα της στο βυθό γελώντας κ έβγαζε χούφτες τ ασήμια κ τ άστρα
Γίνανε οι ψαρόβαρκες μας γαλέρες και την ακουλουθήσανε στα πέρατα του κόσμου Και τα μονόξυλα μας τα κινούσανε μελαμψοι Θεοί με τρίαινες.
Σαν έφυγε για να μη ξαναγυρίσει, αλαφρώσαμε. Τυλιχτηκαμε μια νύχτα παλιά, φασμένη με σκέτο σκοτάδι κ κοιμηθήκαμε Είμαστε απλοί άνθρωποι.
Μα τ άλλο πρωί, με την καινούργια μέρα, σαν κινήσαμε, βρήκαμε στην πόρτα μας όλο τον πλούτο και τα λάφυρα που χε μαζέψει από τις στέγες, τις θάλασσες, τη λίμνη μας, τυλιγμένα στη μαντήλα της μοναξιάς Θα ταν δική της. Ή μην ήταν κ αυτή δική μας, σαν το φεγγάρι κ τις σχεδίες κ δεν το ξέραμε;;;;


από το βιβλίο της αγαπημένης Λιλή Ζωγράφου: ...και το χρυσάφι των κορμιών τους