
Αχ, βγήκα στο βεραντάκι. Ολόγυρα μου έλατα και ο ήλιος, γιος της ξενοιασιάς, να παίζει στα καταπράσινα κλωνιά τους…
Ένα αεράκι, ελαφρύ, ελαφρώς παγωμένο, βουνίσιο, μου μπερδεύει τα μαλλιά. Απόλυτη ελευθερία…
Απόλυτη ησυχία. Όχι, όχι ησυχία. Ο ήχος των κουδουνιών από τα πρόβατα, το θρόισμα των φύλλων, μια μέλισσα βουίζει και μια φευγαλέα κίνηση… ένα σκιουράκι τρέχει. Τι όμορφο αλήθεια!

Μια κούπα καφέ και ένα καράβι σκέψεις. Άτακτες βαλμένες μια μια. Της καθημερινότητας, της πόλης. Αγχωμένες. Πότε τις έβαλα στη βαλίτσα δε θυμάμαι… αποφασίζω και πάλι να τις κρύψω. Τραβώ και το φερμουάρ.
Κλείνω το κινητό τηλέφωνο. Ρολόι δε φόρεσα. Αφαιρετική διάθεση…
Γλιστρά ένα γύρω η ματιά μου. Αχόρταγη, να φυλακίσει την ομορφιά. Ένα δεκανίκι για τους μήνες που θα ακολουθήσουν φορτικοί και φορτισμένοι.
Γαληνεύει η ψυχή του ανθρώπου. Γαληνεύει το θεριό μέσα μας. Ηρεμούν τα πάθη μας. Ο άνθρωπος φιλιώνει με τη φύση. Είναι μέρος της φύσης. Φύση και αυτός. Φιλιώνει με τον εαυτό του…
